αιρετιστης

αιρετιστης
    αἱρετιστής
    -οῦ ὅ
    1) сторонник, приверженец Diod., Diog.L.
    

οἱ τῆς προαιρέσεως γεγονότες αἱρετισταί Polyb. — примкнувшие к данной программе

    2) филос. основатель школы, основоположник (учения) Diog.L.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αιρετιστης" в других словарях:

  • αιρετιστής — αἱρετιστής, ο (Α) [αἱρετίζω] 1. αυτός που διαλέγει, που εκλέγει 2. ιδρυτής φιλοσοφικής σχολής 3. ένθερμος οπαδός, θιασώτης αιρέσεως ή σχολής …   Dictionary of Greek

  • αἱρετιστής — one who chooses masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἱρετισταῖς — αἱρετιστής one who chooses masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἱρετισταί — αἱρετιστής one who chooses masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἱρετιστήν — αἱρετιστής one who chooses masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἱρετιστῶν — αἱρετιστής one who chooses masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἱρετιστάς — αἱρετιστά̱ς , αἱρετιστής one who chooses masc acc pl αἱρετιστά̱ς , αἱρετιστής one who chooses masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αιρετίζω — αἱρετίζω (AM) εκλέγω, διαλέγω, προτιμώ και (επεκτ.) αγαπώ 2. παραδέχομαι (Μ) [αἵρεσις] είμαι αιρετικός, ανήκω σε αίρεση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἱρετός. ΠΑΡ. αἱρετιστής] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»